Dictionary of Greek. 2013.
λατύπῳ — λάτυπος stone cutter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλατυπώ — έω, Μ πελεκώ λίθους προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λατυπῶ (< λατύπος «λιθοξόος, πελεκητής»)] … Dictionary of Greek